- καταρραφή
- καταρραφή, ἡ (Α) [καταρράπτω]1. στρίφωμα2. (για τη σύγκλειση τών βλεφαρίδων) η ραφή, η σύγκλειση προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρραφή — stitching fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραφῇ — καταρράπτω stitch on aor subj pass 3rd sg καταρραφή stitching fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραφῆς — καταρραφή stitching fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραφήν — καταρραφή stitching fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρραφῶν — καταρραφή stitching fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)